Βραβείο Μαθητικού διαγωνισμού 3ου Φεστβαλ Αφήγησης και Τεχνών του Λόγου, oμαδική εργασία από τις μαθήτριες της Γ΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου Λευκοπηγής
Πριν πολλά χρόνια, μετά τον πόλεμο του ΄40 γεννήθηκε ο παππούς και η γιαγιά μου στο χωριό Λευκοπηγή. Τότε το χωριό ήταν μικρό και οι κάτοικοί του ζούσαν μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια εξ αιτίας του πολέμου που προηγήθηκε. Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αυτό όμως δεν αρκούσε στους νέους για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Έπρεπε να φύγουν από το χωριά, να πάνε κάπου που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μέλλον τους.
Το 1967 ο παππούς και η γιαγιά παντρεύτηκαν. Στο χωριό όμως δε μπορούσαν να επιβιώσουν. Δεν υπήρχαν δουλειές και οι γονείς τους δεν είχαν περιουσία. Έτσι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Μια μέρα έφυγαν από την Ελλάδα για την Αυστραλία. Ταξίδευαν με το πλοίο. Ένα τεράστιο υπερωκεάνιο. Το ταξίδι τους κράτησε ένα μήνα, γιατί τότε η διώρυγα του Σουέζ ήταν ανοιχτή. Τότε έκλεισε μόλις το Πατρίς ( έτσι έλεγαν το πλοίο) πέρασε από το στενό και μέχρι σήμερα δεν έχει ανοίξει.
Όταν έφτασαν στην Αυστραλία, εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη, ωραία και τεράστια πόλη. Στην αρχή τοποθέτησαν τους μετανάστες όλους μαζί, για να μάθουν τη γλώσσα και έπειτα ζήτησαν από άλλους έλληνες που ήταν εκεί, να τους βοηθήσουν. Ο παππούς και η γιαγιά έπιασαν δουλεία, ο παππούς σε οικοδομή και η γιαγιά σε κλωστοϋφαντήριο. Νοίκιασαν σπίτι και άρχισαν σιγά- σιγά να φτιάχνουν τη ζωή τους. Η γιαγιά όταν έφτασαν στην Αυστραλία ήταν ήδη έγκυος και γέννησε μια κόρη μετά από μερικούς μήνες. Παρόλα αυτά δούλευε και το μωρό το άφηνε σε μια γυναίκα έμπιστη που πρόσεχε και άλλα παιδάκια. Εκεί είχαν σχέσεις με τους λίγους έλληνες που ήξεραν, συγγενείς ή φίλους και βρίσκονταν συχνά, όταν δεν δούλευαν. Είχαν πλέον συνηθίσει και όλα πήγαιναν καλά. Μετά από δύο χρόνια η γιαγιά γέννησε και δεύτερο κορίτσι, τη μαμά μου. Τότε αναγκάστηκαν να σταματήσει τη δουλειά και έτσι δούλευε μόνο ο παππούς. Οικονομικά ήταν πλέον πολύ καλά.
Είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε που έφτασαν στην Αυστραλία. Δούλεψαν σκληρά, αποχωρίστηκαν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, δημιούργησαν καινούρια οικογένεια, σε μια ξένη χώρα και ήταν καιρός να γυρίσουν πίσω. Αυτό γιατί αν μεγάλωναν και άλλο τα παιδιά, δε θα ήθελαν να φύγουν από τη χώρα τους και έτσι δε θα γυρνούσαν ποτέ πίσω. Η γιαγιά και ο παππούς είχαν νοσταλγήσει την πατρίδα τους και εφόσον είχαν κάποιες οικονομίες γύρισαν τελικά στην Ελλάδα.
Όταν γύρισαν στο χωριό έχτισαν ένα σπίτι, ο παππούς έπιασε δουλειά στη ΔΕΗ και έτσι έζησαν εκεί, όπου ζουν μέχρι σήμερα, μια ήσυχη και φυσιολογική ζωή.