Back

Κείμενο της Αρτέμιδος Παππά για τον μαθητικό διαγωνισμό στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Αφήγησης και Τεχνών του Λόγου

" Μια ιστορία ξενητειάς" της Άρτεμις Παππά, μαθήτριας Β΄τάξης του 5ου Γυμνασίου Πτολεμαϊδας

Είναι πολύ δύσκολο να αποχαιρετάς έναν τόπο. Έναν τόπο, όπου γεννήθηκες και έζησες, μεγάλωσες και γνώρισες. Έναν τόπο που πέρασες τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου, και αγάπησες πολλούς ανθρώπους, έζησες στιγμές που δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Και όλα αυτά πρέπει να τα αποχωριστείς για πάντα, κουνώντας απλά το χέρι.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που φεύγαμε. Από πολύ νωρίς μαζεύαμε τα πράγματα. Εκείνη τη μέρα δε μύριζε ζεστός καφές, ούτε η Έμμα, η αδερφή μου, με ξύπνησε με τα γέλια και το σαματά της, όπως κάθε πρωϊ. Ο πατέρας δεν είχε πάει στη δουλειά και η μητέρα φώναζε συνέχεια, αγχωμένη, μήπως ξεχάσουμε κάτι. Εγώ είχα πάρει μόνο τα ρούχα, τα βιβλία και τις φωτογραφίες μου. Τότε, σκέφτηκα, πως έπρεπε να τις αφήσω και να τα ξεχάσω όλα, τώρα όμως, που είμαι μόνη μου, η μοναδική μου συντροφιά είναι αυτές οι αναμνήσεις από το παρελθόν. Βάλαμε τα λιγοστά πράγματά μας, όπως εξάλλου φώναζε και η μαμά, στο αμάξι και ξεκινήσαμε για τα σύνορα. Εκεί μας περίμενε ένα φορτηγό.

            Κοίταξα για τελευταία φορά πίσω. Είχε έρθει το τέλος. Η Έρντα δε μπορούσε να μας ακολουθήσει, αγαπούσε πολύ τον παππού της. Καημένη ΄Ερντα πού να  ΄σαι τώρα; Άραγε ζεις ή τα καταγάλανα μάτια σου δε βλέπουν πια τον ήλιο;

            Πολύ σ΄ αγαπούσα κι ακόμα σ΄ αγαπάω. Από μικρές αχώριστες ήμασταν. Όλη τη μέρα παίζαμε. Κι εσύ στους βαθμούς πρώτη, πρώτη στα βραβεία, πρώτη στις δουλειές. Εγώ με τη βοήθεια σου, μόλις που περνούσα την τάξη. Ώσπου πέθαναν οι γονείς σου και σταμάτησαν οι πρωτιές. Σ΄ ενδιέφερε μόνο ο παππούς σου. Σταμάτησες το σχολείο και τα αθλήματα, μόνο με τις δουλειές ασχολιόσουν. Κι όμως εγώ πίστευα πως θα γινόσουν μία καταπληκτική γιατρός. Θα βοηθούσες και τους τραυματισμένους φαντάρους που πολεμούν για την ελευθερία μας.

            Οι πρώτες μέρες εδώ ήταν πολύ δύσκολες. Κανείς δεν εμπιστεύεται μια οικογένεια μεταναστών για να νοικιάσουν το σπίτι του. Όσο για δουλειά, ούτε λόγος. Ένα μήνα έψαχναν οι γονείς μου να βρουν δουλειά με τα πτυχία τους, αλλά μάταιος κόπος! Τελικά ο μπαμπάς από αρχιτέκτονας έγινε οικοδόμος και η μητέρα από δικηγόρος καθαρίστρια. Βρήκαμε σπίτι, γραφτήκαμε και στο σχολείο.

            Η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Πρώτα από όλα καταλάβαινα λίγα από τα ελληνικά και μου ήταν δύσκολα να αντιληφθώ αυτά που έλεγαν. Εξάλλου δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Οι εικόνες από τις βόμβες που έσκαγαν δίπλα μας, οι συνεχείς πυροβολισμοί και οι χιλιάδες νεκροί έρχονταν συνεχώς στο μυαλό μου. Ξαφνικά ένας δυνατός ήχος μου τρύπησε τα αυτιά. Σκέφτηκα πως ήταν οι σειρήνες. Ο πόλεμος έφτασε μέχρι και την Ελλάδα, είπα από μέσα μου. Τρομαγμένη μπήκα κάτω από το θρανίο και άρχισα να κλαίω. Όλη η τάξη γελούσε σε βάρος μου. Η δασκάλα με έπιασε απαλά από το χέρι και μου εξήγησε πως ήταν απλά το κουδούνι για το διάλειμμα.

            Φίλους δε βρίσκω. Οι γονείς δεν αφήνουν τα παιδιά τους να κάνουν παρέα με κάποια σαν και μένα.

            Η υπόλοιπη χρονιά κύλησε «ομαλά», χωρίς παρέα και με τις κοροϊδίες. Όπως και η επόμενη και η επόμενη της επόμενης και πάει λέγοντας. Ούτε τα παιδιά των μεταναστών δε με καταδέχονται, είμαι σίγουρη πως φταίει το μαυριδερό μου χρώμα.

            Έχω πολλές φορές πει στους γονείς μου να επιστρέψουμε πίσω, αλλά αυτοί προσπαθούν να μου αλλάξουν γνώμη και να με πείσουν πως η Ελλάδα είναι ένας επίγειος παράδεισος. Εγώ πάντως, πιστεύω πως το λένε περισσότερο για να πείσουν τους εαυτούς τους. Λένε συνέχεις, πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε και είμαστε όλοι μαζί, που έχουν δουλειά και ένα σπίτι.

            Βέβαια η τρώγλη που ζούμε τώρα δεν έχει καμία σχέση με το αρχοντικό μας. Στο Ιράκ ζούσαμε σε ένα υπερπολυτελές διώροφο σπίτι. Μ΄ ένα τεράστιο κήπο, ο οποίος είχε ποικιλία φυτών. Τότε ο καθένας είχε το δικό του δωμάτιο, τη δική του ντουλάπα, το δικό του μπάνιο. Το σαλόνι μας ήταν τεράστιο και η κουζίνα ακόμη πιο μεγάλη. Μέσα στην κουζίνα υπήρχε ότι λιχουδιά ήθελες και όλα τακτοποιημένα και συμμαζεμένα. Κάθε απόγευμα μας επισκέπτονταν οι φίλοι μας και περνούσαμε υπέροχα. Τώρα μόλις κατέβεις δύο πατώματα από το ισόγειο υπάρχει μια μικρή πορτούλα. Όταν την ανοίξεις βλέπεις τον καναπέ μπροστά του την τηλεόραση και δεξιά ένα ντουλάπι, μια κουζίνα και ένα ψυγείο, καθώς και ένα χωλ. Εκεί υπάρχουν άλλες δύο πόρτες η μια είναι το δωμάτιο μου και της Έμμας και η άλλη  η κρεβατοκάμαρα των γονιών μας. Όσο από κόσμο, μόνο  η σπιτονοικοκυρά έρχεται για να πάρει το ενοίκιο και να κοιτάξει για τυχόν ζημιές. Η Έμμα, πάντως, της έχει εξηγήσει πως και να θέλαμε να χαλάσουμε κάτι δε θα μπορούσαμε, επειδή όλα είναι ήδη χαλασμένα. Όταν το άκουσε αυτό την αγριοκοίταξε και έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της.

            Πάντως έχει και «καλά» αυτό το σπίτι. Παρόλο που δεν έχει ούτε ένα παράθυρο ξέρουμε πάντα τι καιρό κάνει έξω. Για παράδειγμα όταν βρέχει οι σταγόνες περνάνε από τους τοίχους και αντιλαμβανόμαστε την υγρασία, ένώ όταν κάνει ζέστη θερμαίνονται οι τοίχοι και το «σπίτι» των 45 τ.μ. γίνεται φούρνος.

            Εκτός από αυτά, στο παλιό μου σπίτι όλο γέλια ακούγονταν και όλοι ήμασταν χαρούμενοι. Τώρα η μαμά και ο μπαμπάς συνέχεια μαλώνουν. Ακόμα και η Έμμα σταμάτησε να γελά. Πού είσαι, Έρντα; Πού είσαι να της πεις κάποιο αστείο να ξεχάσει τι περνάμε;

            Πολλές φορές, όπως τώρα, αναρωτιέμαι πού είναι χειρότερα εδώ ή εκεί; Έξω τώρα βρέχει, γιατί ήρθε μια σταγόνα στην Έμμα και αυτή άρχισε να βρίζει το αχούρι που βρήκαμε και μένουμε. Δεν έχει προσέξει πως γελάω μαζί της, ευτυχώς, γιατί θα θύμωνε.

            Η΄Εμμα ήταν η μικρή μου αδερφή μέχρι να έρθουμε εδώ. Εδώ άλλαξαν τα πράγματα, αυτή μεγάλωσε πιο πολύ από εμένα, ενώ εγώ έμεινα στάσιμη δέκα χρονών.

            Αυτή είναι πολύ όμορφη, όχι όπως εγώ. Είναι ψηλή, ξανθιά με πράσινα μάτια. Επίσης είναι λεπτή, ανοιχτόχρωμη, όλοι τη συμπαθούν. Εγώ, αντίθετα, είμαι πιο κοντή, μελαχρινή, με μαύρα καταθλιπτικά μάτια. Αν είμαι λεπτή δεν ξέρω, γιατί δε κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

            Τίποτα δε μου θυμίζει την παλιά μου καλή ζωή, εκτός από τις φωτογραφίες μου. Όλοι άλλαξαν. Η Έμμα μεγάλωσε και «μάγκεψε», άρχισε να καπνίζει, να πηγαίνει σε πάρτυ και να γυρνάει αργά το βράδυ ή το πρωϊ συνήθως μεθυσμένη. Τους γονείς μου δε τους αναγνωρίζω πλέον. Έγινα αυτό που δεν ήθελαν να γίνουν. Τους βλέπω και τους λυπάμαι. Τότε μας θυμάμαι, όπως παλιά και καταλαβαίνω πόσο έχουμε αλλάξει.

            Φρικιαστικές εικόνες από το παρελθόν με στοιχειώνουν. Αισθάνομαι τον χώρο να μικραίνει κι άλλο, ώσπου με πνίγει, δεν μπορώ να ανασάνω. Θυμάμαι την Έρντα να με αποχαιρετά,  την Έμμα να κλαίει στην αγκαλιά μου και εγώ να «παίζω» τη μεγάλη και να παρηγορά και τις δύο. Θυμάμαι και φωτιές, πολλές φωτιές που συνοδεύονταν από πυροβολισμούς και βόμβες. Και νεκροί, συνέχεια έπεφταν οι άνθρωποι νεκροί. Οι γάζες και τα φάρμακα δεν έφταναν, γιατρούς δεν είχαμε, το σπίτι μας καταφύγιο από τον έξω κόσμο. Η Έμμα δε θυμάται, ήταν μικρή, δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε. Το γέλιο της λύτρωση, το χαμόγελό της αντίδοτο. Την έβλεπα και γαλήνευα. Δε θα ξεχάσω ποτέ τότε που είχε έρθει τρέχοντας η Έρντα στο σπίτι μας, χτυπημένη στο χέρι της, με αίματα παντού, με κατασχισμένα τα ρούχα και βρώμικη. Καθώς την περιποιούμασταν κατέβηκε η Έμμα. Όταν την είδε δεν κατάλαβε γιατί ήταν έτσι. Μόλις φίλησε με τα ροζ της χειλάκια το χλωμά μάγουλο της φίλης μου όλοι οι πόνοι πέρασαν, και η τραγωδία έξω έγινε παρελθόν.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Κοιτάζω γύρω μου, σα χαμένη. Η Έμμα με προσέχει και με κοιτάει απορημμένη. Βέβαια γρήγορα επιστρέφει στον καλλωπισμό της. Κι όμως πίσω από αυτή τη μάσκα που φτιάχνει κάθε μέρα, για να κρύψει τη θλίψη της, κρύβεται ακόμα αυτό το μικρό αθώο κοριτσάκι ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.

            Πρέπει να έχει νυχτώσει έξω. Το φεγγάρι θα έχει βγεί, μα κανένας δε θα το προσέχει και τα αστέρια δίπλα του θα φωτίζουν, ώστε να γίνει πιο όμορφη η βραδιά. Πέντε χρόνια που μένουμε εδώ ποτέ δεν έχω δει το βράδυ τον ουρανό.

            Κι όμως, ενώ όλα είναι συνηθισμένα και ίδια, εγώ αισθάνομαι κάτι διαφορετικό. Νιώθω σα να ξύπνησα από έναν ύπνο πέντε, ολόκληρων, χρόνων.

            Τώρα κατάλαβα τι πραγματικά είμαι. Είμαι μία μετανάστης από το Ιράκ. Δε φοβάμαι, τώρα, να το πω. Αισθάνομαι υπερήφανη, για την καταγωγή μου. Δε λυπάμαι που δεν έχω φίλους εδώ, επειδή έχω την Έρντα να με περιμένει. Σταμάτησα να διώχνω το παρελθόν μου, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορώ να πάω μπροστά. Είμαι ελεύθερη να ονειρεύομαι και να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο από που έχω τώρα. Είναι δύσκολο να με καταλάβουν. Ωστόσο ξέρω πως πολλοί άλλοι σαν κι εμένα αισθάνονται το ίδιο. Δεν είμαι μόνη. Εγώ πάντως θα προσπαθήσω στο μέλλον, η ζωή των μεταναστών να είναι πιο εύκολη σε μία ξένη χώρα.