Back

Κείμενο του Κωνσταντίνου Μπλιούμη για τον μαθητικό διαγωνισμό στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Αφήγησης και Τεχνών του Λόγου

Μαθητικός διαγωνισμός

Μία ιστορία προσφυγιάς

του Κωνσταντίνου Μπλιούμη

της Δ΄τάξης του Δημοτικού Σχολείου Κοίλων

 

Ο Ελληνικός λαός είναι πολύ πληγωμένος γιατί γνώρισε και προσφυγιά αλλά και την μετανάστευση.

Εγώ θα σας διηγηθώ μια ιστορία για την προσφυγιά. Η προγιαγιά της μαμάς μου καταγόταν από την Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από την περιοχή Φουντοκλή. Ήταν τρία μαζί χωριά πλούσια σε καρποφόρα δέντρα. Το πρώτο σε μεταξοσκώληκες, το δεύτερο,  το τρίτο με την κτηνοτροφία. Πλούσια χωριά με ανθρώπους που αγαπούσαν τα γράμματα και την δουλειά. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους, και όταν τους επέβαλαν να διαλέξουν ή την γλώσσα ή την θρησκεία, προτίμησαν την θρησκεία και πήγαν σε τουρκικά σχολεία. Κρυφά όμως έπαιρναν δάσκαλο και τους έκανε και ελληνικά.

Τα χωριά ήταν σε πολύ καλή τοποθεσία ανατολικά η Μαύρη Θάλασσα, νοτιοδυτικά η Νικομήδεια και νότια η Πόλη ή Κωνσταντινούπολη.

Η μαμά μου θυμάται πάντα την προγιαγιά της να της λέει ιστορίες από το χωριό της, αλλά και από τον ξεριζωμό.

Μέσα σε μια νύχτα χάθηκαν όλα, έλεγε, τα κάψαν όλα οι Τούρκοι. Η προγιαγιά έφυγε με δυό παιδιά ένα 7 ετών και ένα 9.

Μόνη έμεινε χήρα, σκότωσαν τον άντρα της και τον πατέρα της.

Τα έχασα όλα, έλεγε, το σπίτι, τους γονείς, τα αδέρφια, όλους έλεγε. Έφυγε το 1922. Έφτασε πρώτα στην Χίο και από εκεί για δύο χρόνια στην Αγιά Βόλου. Εκεί βρήκε τον ένα αδερφό της. Μετά από πολλά βάσανα ήρθαν στην Κοζάνη και έμειναν στα Κοίλα, όπου ξεκίνησαν τη ζωή τους από το μηδέν με πολλή δουλειά αλλά και νοσταλγία για την πατρίδα. Κάποιοι πήγαν στο διπλανό χωριό, τα Μελίσσια.

Εκεί έχτισαν την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπως είχαν στην πατρίδα τους και έβαλαν το ευαγγέλιο και το δισκοπότηρο από την πατρίδα.

Ο καιρός περνούσε, τα παιδιά μεγάλωναν αλλά η προγιαγιά θυμόταν πάντα τον τόπο της. Πέθανε με την ελπίδα ότι μια μέρα θα γύριζε πίσω. Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά της ο ένας πήγε ταξίδι στην πατρίδα τους. Όταν γύρισε ο αδερφός τους που είναι ο παππούς της μαμάς μου τον ρώτησε αν υπήρχε η συκιά στην αυλή του σπιτιού και εκείνος απάντησε πως υπήρχε, αγκαλιάστηκαν και κλαίγανε σαν μωρά.

Από τότε η μαμά μου ρωτούσε πάντα τον παππού της για την πατρίδα.

Οι Έλληνες ξέρουν από προσφυγιά γι΄  αυτό βοηθούν πάντα όλους τους πρόσφυγες που έρχονται από άλλες χώρες. Ξέρουν τι θα πει να χάνουν τα πάντα. Κανείς δε θέλει να φύγει από την πατρίδα του αλλά καμιά φορά η ζωή είναι σκληρή.

Εύχομαι να σταματήσει η προσφυγιά σε όλο τον κόσμο.