Μετάβαση στο περιεχόμενο
kozani
Επιστροφή

Μεγάλο το ενδιαφέρον για την ημερίδα με αντικείμενο τις προκλήσεις της Μεταλιγνιτικής Περιόδου- Χρήσιμα συμπεράσματα για την επόμενη μέρα


Με πολύ μεγάλη συμμετοχή και ενδιαφέρον, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 8 Απριλίου στην Κοζάνη, η ημερίδα «Μεταλιγνιτική περίοδος: Η πρόκληση για τη Δυτική Μακεδονία». Την ημερίδα διοργάνωσε ο Δήμος Κοζάνης με την υποστήριξη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και με τη συνεργασία του Δικτύου Ενεργειακών Δήμων, της ΑΝΚΟ, του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, του ΤΕΕ/ΤΔΜ και του ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ.

Δεδομένου ότι η περιοχή μας εμφανίζει σαφή χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε συνθήκες «μεταλιγνιτικής περιόδου», στην ημερίδα παρουσιάστηκαν παραδείγματα και εμπειρίες Καλών Πρακτικών   διαχείρισης ανάλογων προκλήσεων από άλλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία), το σχέδιο της περιοχής για μια ομαλή μετάβαση στη νομοτέλεια της μεταλιγνιτικής περιόδου (ΔΕΗ, ΑΝΚΟ, ΤΕΕ), ο ρόλος των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, καθώς και οι απόψεις όλων των φορέων αλλά και των φυσικών προσώπων που θέλησαν να τοποθετηθούν δημόσια.

Στην ημερίδα, λόγω σοβαρών υποχρεώσεων, δεν κατάφεραν να παραβρεθούν ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Π. Σκουρλέτης και ο Πρόεδρος της ΔΕΗ κ. Εμ. Παναγιωτάκης, οποίοι απέστειλαν εκτεταμένο χαιρετισμό, αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος για την περιοχή μας.

Η ημερίδα κατέληξε σε ένα «Κείμενο Αρχών για το σχεδιασμό της Μεταλιγνιτικής Εποχής», το οποίο, μετά από διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, μπορεί να αποτελέσει έναν κοινό τόπο και ένα πλαίσιο δράσης για το αύριο.

Κείμενο Αρχών για το σχεδιασμό της Μεταλιγνιτικής Εποχής

Με σημείο εκκίνησης στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η αναπτυξιακή πορεία της Δυτικής Μακεδονίας  υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της λιγνιτικής δραστηριότητας. Η απόφαση αξιοποίησης των εγχώριων λιγνιτών αποτέλεσε κεντρική πολιτική επιλογή και εθνική ενεργειακή στρατηγική, η οποία στηρίχθηκε από το σύνολο των ελληνικών κυβερνήσεων. Η εντατική και καθετοποιημένη αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων, κατά κύριο λόγο  αυτών της Δυτικής Μακεδονίας, στήριξαν καταλυτικά τον εξηλεκτρισμό της Ελλάδας και υποστήριξαν διαχρονικά την ασφάλεια του εθνικού ενεργειακού εφοδιασμού.

Ως εκ τούτου, για δεκαετίες, περισσότερο από 25% του περιφερειακού ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας και περισσότερες από 22.000 άμεσες, έμμεσες και προκαλούμενες θέσεις εργασίας, διαμορφώνονται μονοσήμαντα και στηρίζονται αποκλειστικά μέσα από τις απαιτήσεις και τις δραστηριότητες της λιγνιτικής βιομηχανίας.

Η έκταση, το μέγεθος και κυρίως οι ανάγκες της ΔΕΗ ΑΕ στην περιοχή μας πυροδότησαν μια μεγάλης κλίμακας κινητικότητα του τοπικού εργατικού δυναμικού. Περιορίστηκαν σημαντικά παραδοσιακές επαγγελματικές δραστηριότητες. Εδραιώθηκαν συνθήκες αναπτυξιακής μονοειδίκευσης με ορατά τα γνωρίσματα της παθογένειας. Απαιτήθηκε ένα υψηλό περιβαλλοντικό τίμημα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει ήδη μετακυλιστεί στις επόμενες γενιές. Η Δυτική Μακεδονία βιώνει πλέον κρίση οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική.

 Η εξάντληση των φυσικών πόρων, η επερχόμενη Κλιματική Αλλαγή, η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η γεωπολιτική της Ενέργειας, δρομολογούν πιεστικές απαιτήσεις για με νέα ενεργειακή στρατηγική σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Τα δεδομένα αυτά   επηρεάζουν άμεσα και καταλυτικά   την περιοχή μας, με τα πρώτα αρνητικά  σημάδια να είναι εμφανή εδώ και αρκετά χρόνια.

Σήμερα, 60 χρόνια από την έναρξη της λιγνιτικής εποχής στην περιοχή μας, υπάρχουν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και σαφείς ενδείξεις ότι η Δυτική Μακεδονία έχει εισέλθει σε συνθήκες μεταλιγνιτικής εποχής. Με σημείο κορύφωσης το 2002, η παραγωγή λιγνίτη βαίνει συνεχώς μειούμενη. Εμφανίζεται δυστοκία στην κατασκευή σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων, ο λιγνίτης δεν αποτελεί κυρίαρχη εθνική ενεργειακή επιλογή και  δέχεται πιέσεις από ανταγωνιστικά καύσιμα και εισαγωγές. Προγραμματίζεται η απόσυρση σημαντικού μέρους της εγκατεστημένης λιγνιτικής ισχύος, ενώ η επίδραση της λιγνιτικής βιομηχανίας στην τοπική απασχόληση δεν είναι πλέον καθοριστική.

Κατά συνέπεια, έστω και κατά συνθήκη, η έναρξη της μεταλιγνιτικής εποχής οριοθετείται στο 2002, αν και κατά πολλούς ειδικούς είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται νωρίτερα, με την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών μέτρων και περιορισμών ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής. Θεωρώντας βέβαια ως μεταλιγνιτική εποχή, το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο η εκμετάλλευση του λιγνίτη, διατηρεί την απαραίτητη δυναμική ώστε να στηρίξει με όρους βιωσιμότητας την είσοδο της Δυτικής Μακεδονίας στην νομοτέλεια της χαμηλής λιγνιτικής αξιοποίησης. 

Η απαιτούμενη αναπτυξιακή στρατηγική για τη Μεταλιγνιτική Εποχή, θα πρέπει να στοχεύει στην βέλτιστη αξιοποίηση του λιγνιτικού αποθέματος, στην πλήρη αναστροφή των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην περιοχή, αλλά και στην δημιουργία ενός νέου πολυδιάστατου οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης της Δυτικής Μακεδονίας.

Στην κατεύθυνση αυτή, καταλήγουμε στα εξής:

ü Η Δυτική Μακεδονία έχει εισέλθει πλέον σε συνθήκες με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά Μεταλιγνιτικής Εποχής

ü Η διαμόρφωση κοινής αντίληψης   μεταξύ των περιφερειακών και τοπικών φορέων, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την  αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων

ü Η κοινή αντίληψη αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την εκπόνηση, όσο κυρίως για την ολοκλήρωση και υλοποίηση του Επιχειρησιακού Σχεδίου μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς χαμηλής και νομοτελειακά μηδενικής λιγνιτικής εκμετάλλευσης με την διαμόρφωση σαφώς κοστολογικά και χρονικά προσδιορισμένου Οδικού Χάρτη ενεργειών.

ü Τα έσοδα από τα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) μπορούν να αποτελέσουν μια σημαντική πηγή χρηματοδότησης, ικανή να συμβάλει κατά ένα μέρος στην κατεύθυνση υποστήριξης και αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της περιοχής μας

ü Η διαχείριση της Μεταλιγνιτικής Εποχής για τη Δυτική Μακεδονία και των αναγκών της μεταβατικής περιόδου, πρέπει να προσλάβει νομική ισχύ από την πλευρά της Ελληνικής Κυβέρνησης, στο υψηλότερο δυνατό θεσμικό επίπεδο

Στο πλαίσιο αυτό, η Περιφέρεια και οι Δήμοι της Δυτικής Μακεδονίας, θα συνεισφέρουν από κοινού, με συντονισμένο και διακριτό τρόπο, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν το αναπτυξιακό και περιβαλλοντικά αειφόρο μέλλον της περιοχής.