Επιστροφή
Λαϊκός πολιτισμός: τόσο πλούσιος και τόσο υποτιμημένος- Φανοί της Κοζάνης και Λαζαρίνες του Τσαρτσαμπά στο δρόμο για την UNESCO
Τι είναι ο λαικός πολιτισμός; Σύμφωνα με τηνκ. Καμηλάκη, πρώην Δ/ντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας «υπό τον όρο λαϊκός πολιτισμός νοείται το σύνολο των δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων ενός λαού. Πρόκειται για μια ευρύτατη έννοια που περιλαμβάνει την καθημερινή ζωή του λαού, τις ασχολίες του, τον τρόπο ψυχαγωγίας του, την κοσμοθεωρία του».
Ο λαϊκός και κατ’ άλλους παραδοσιακός πολιτισμός της Ελλάδας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο για τον πλούτο και την ενάργεια των επιμέρους μορφών του, αλλά και για την επιβίωση ή τον απόηχο στοιχείων της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής παράδοσης .Έτσι η Λαογραφία, η επιστήμη του παραδοσιακού πολιτισμού,περιλαμβάνει στοιχεία της γραπτής παράδοσης που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους µας αλλά και της προφορικής που παραδίδεται από γενιά σε γενιά και συγκροτούν τον πυρήνα του λαϊκού πολιτισµού.
Ωστόσο η έννοια παράδοση δε σημαίνει οπισθοδρόμηση, ούτε στείρα επανάληψη του παρελθόντος. Απεναντίας σημαίνει πηγή γνώσεων, αρχών και αξιών από το παρελθόν για μια συνέχεια στο μέλλον καθώςη Παράδοση συμπλέκονταςτις τρεις διαστάσεις του χρόνου ( παρελθόν – παρόν και μέλλον), εξελίσσεται και δεν αποσυνδέεται από την πρόοδο. Με την παράδοση κρατούμε αυτό που έχουμε και προσθέτουμε αυτό που δημιουργούμε.Σε αρμονική συνέχεια του παρελθόντος, το σήμερα κρατάει ολοζώντανα έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά.
Παράλληλα με τον λαϊκό πολιτισμό υπάρχει και η λόγια κουλτούρα. Τα όρια δεν είναι πάντα βέβαια ευδιάκριτα, γιατί συχνά υπάρχει μια όσμωση «εσωτερικά δάνεια» π.χ μουσική κλπ. Μπορούμε όμως να καταθέσουμε μέσα από την εμπειρία μας με τα κοινά και τη συστηματική ενασχόληση μας με θέματα πολιτισμού ότι ο κόσμος στρέφεται πιο εύκολα στο Λ.Π. από τον λόγιο πολιτισμό, γιατί τον θεωρεί περισσότερο οικείο. Ο δεύτερος είναι πιο δύσκολο να «καταναλωθεί» από το ευρύ κοινό γιατί απαιτεί σχετική εκπαίδευση και καλλιέργεια για να μπορεί να προσεγγιστεί και να εκτιμηθούν τα προϊόντα του, π.χ. κλασσική μουσική κλπ.
Κορυφαίοι εκπρόσωποι του λόγιου πολιτισμού όπως ο μεγάλος μας ποιητής,Γιώργος Σεφέρης, αν και θεωρητικά σε άλλο «στρατόπεδο», αναγνωρίζουν την αξία του λαϊκού πολιτισμού και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου να συρρικνωθεί και να υποτιμηθεί. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει, στις «Δοκιμές» του,» « Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης, είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ’21».
Στον αντίποδα επιχειρείται η υποτίμηση του Λ.Π. από ορισμένους διανοητές ή εκφραστές του λόγιου (ή αστικού) πολιτισμού, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού τα λαϊκά πολιτιστικά δρώμενα και ειρωνεύονται τον κόσμο που συμμετέχει, γιατί δεν εκτιμά και δεν ακολουθεί τις δικές τουςπολιτιστικές προτιμήσεις ή προϊόντα. Με αυτή τη στάση τον υποτιμούν (και σαν λαό και σαν πολιτισμό) και τον απομακρύνουν ακόμα περισσότερο από τη λόγια κουλτούρα.
Ένας λαός που έχει ξεχάσει την παράδοση του είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χάσει το μνημονικό του και έπαθε αμνησία. Έτσι όσοι προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία του λαϊκού πολιτισμού δεν έχουν επίγνωση ούτε της δυναμικής του, ούτε της αρμονικής του συνύπαρξης με τον λόγιο ή τον σύγχρονο πολιτισμό, αλλά ούτε και της αδιάσπαστης ιστορικής, γλωσσικής, πολιτιστικής συνέχειας και παράδοσης (είτε ως λόγιας είτε ως λαϊκής) του ελληνικού έθνους.
Δυστυχώς και στον τομέα του λαϊκού πολιτισμού υπάρχουν κακώς κείμενα που χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για να υποτιμηθεί ακόμα περισσότερο ο τόσο σημαντικός αυτός χώρος.Θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά : ειδικά από τη Μεταπολίτευση και μετά ο Λ.Π. έχει ενισχυθεί με πολλά χρήματα σε λάθος πολλές φορές κατεύθυνση, στο όνομα του έχουν γίνει άπειρες εκδηλώσεις με τις περισσότερες χωρίς άρωμα παράδοσης, είδαμε ανακάλυψη εθίμων «με το ζόρι» για τουριστικούς και φολκλορικούς λόγους, προώθηση αναπαραστάσεων του «λαϊκού πολιτισμού» για βιοποριστικούς λόγους.
Πολλοί πολιτικοί και αυτοδιοικητικοί επίσης χρησιμοποιούν τον λαϊκό πολιτισμό για να αναπαράγουν πελατειακές σχέσεις με τους συλλόγους. Συναινούν ή συντελούν σε χρηματοδοτήσεις με ψηφοθηρικά κριτήρια χωρίς παράλληλα να αρθρώνουν ένα παραγωγικό λόγο διαχείρισης και εξέλιξης του Λ.Π. με συγκεκριμένα σχέδια και βήματα. Δηλαδή πίσω από τις οικονομικές ενισχύσεις υπάρχει συχνά η ταυτόχρονη απόπειρα χειραγώγησης του Λαϊκού Πολιτισμού.Και τελικά η χειραγώγηση αυτού του είδους είναι μια μορφή υποτίμησης και μάλιστα βάναυσης του Λ.Π. αντίθετα με τις εξαγγελίες που διαβεβαιώνουν για το αντίθετο.
Παθογένειες όμως απαντάμε και στη βάση. Σε μια κοινωνία που μετά τη μεταπολίτευση έζησε αγκαλιά με το λαϊκισμό, τον τοπικισμό, τις αποκλειστικότητες και την εξάρτηση από τον κομματάρχη τα κρούσματα ανθούν και στον πολιτισμό, αν και σαφώς λιγότερα από παλιά γιατί «το ταμείον είναι μείον» και περιθώρια για παραγοντισμό δεν υπάρχουν.
Σήμερα λοιπόν που οι χρηματοδοτήσεις έχουν μειωθεί οι δημόσιες ή δημοτικές δομές διαχείρισης του πολιτισμού οφείλουν να επιδιώκουν με τους συλλόγους συνεργασίες σε άλλη βάση, συνεργασίες που θα στηρίζονται περισσότερο στη συναίνεση και στην πειθώ (πολιτική δύσκολη και ψυχοφθόρα είναι αλήθεια), αναγνωρίζοντας παράλληλα την ανιδιοτελή προσφορά των συλλόγων.
Σε καμιά περίπτωση όμως οι παθογένειες αυτές δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εφαλτήρια για να απαξιωθεί ή να υποτιμηθεί ο λαϊκός πολιτισμός και η δουλειά των συλλόγων, των ανθρώπων της γειτονιάς, των μελετητών και φυσικά των δομών που ασχολούνται με τον Λ.Π. Όχι ότι δεν υπάρχουν τρωτά σημεία. Αλλά τέτοια υπάρχουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.
Η λύση είναι να σκύψουμε όλοι μαζί, αρμόδιοι φορείς πολιτείας, ειδικοί επιστήμονες και φυσικά οι πρωτογενείς παραγωγοί λαϊκού πολιτισμού (δηλ. οι σύλλογοι κλπ) και να καθορίσουμε ένα ΝΕΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ που θα γίνει ΣΕΒΑΣΤΟ από όλους.
Στον τόπο μας, παρά το διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι, ειδικά από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά, ο λαϊκός πολιτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις καλά κρατεί. Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν σ’ αυτό. Την πιο σημαντική συμβολή όμως στη διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας εξακολουθούν να έχουν οι ίδιες κοινότητες τόσο των ντόπιων όσο και των προσφύγων, οι οποίες με την καλλιέργεια διαφορετικών στοιχείων λαϊκού πολιτισμού η κάθε μια συνέβαλαν στον εμπλουτισμό της πολιτισμικής πολυμορφίας, της ανθρώπινης δημιουργικότητας , αλλά και στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής μας.
Ιδιαίτερα σήμερα που οι διαδικασίες παγκοσμιοποίησης και έντονων κοινωνικών αλλαγών,η τεχνολογική πρόοδος, η αστικοποίηση, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αλλά και οι ένοπλες συρράξεις που πυροδοτούν παράλληλα τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, βάζουν σε κίνδυνο την άυλη πολιτιστική κληρονομιά,απειλώντας την σοβαρά με υποβάθμιση, ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων και της ποικιλότητάς της. ακόμη και μερική καταστροφή.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση,καλείται σήμερα περισσότερο από ποτέ να αξιοποιήσει τον πλούτο και τη δυναμική του λαϊκού μας πολιτισμού καινα παίξει ένα πιο ενεργό ρόλο στον τομέα της διαφύλαξης και τη στήριξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, αποφεύγοντας συγχρόνως κάθε πρακτική χειραγώγησης
Στο Δήμο Κοζάνης, όπως γεωγραφικά διαμορφώθηκε με τον «Καλλικράτη» το 2011,έχουμε την τύχη να ζούμε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον,στο οποίο συνυπάρχουν ντόπιοι με προσφυγικά στοιχεία (Ποντίων, Μικρασιατών, Θρακιωτών, Καππαδόκων, Παλλινοστούντων) μαζί με πολλούς ξένους μετανάστες, γι’ αυτό το λόγο και βιώνουμε πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις του Λ.Π. στον οποίο επιβιώνουν πολύ δυνατά λαϊκά δρώμενα, όπως αυτά των Μωμόερων, τωνΛαζαρίνων του Τσαρτσαμπά, των Φανών της Κοζάνης. Τα λαϊκά αυτά δρώμενα ως στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού ανήκουν στην κατηγορία(γ) Κοινωνικές Πρακτικές, Τελετουργίες και Εορταστικές Εκδηλώσεις της σύμβασης του 2003 της Unesco για τη διάσωση της «άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» .
Τα τρία παραπάνω δρώμενα τελούνται από διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, ανεξάρτητες μεταξύ τους και σε διαφορετικά χωροχρονικά πεδία το καθένα: Οι Μωμόεροι σε πέντε χωριά του Δήμου με καθαρά ποντιακό προσφυγικό πληθυσμό μέσα στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Οι Λαζαρίνες σε 11 χωριά (Αιανή, Ροδιανή, Αγία Παρασκευή, Λευκοπηγή, Μεταμόρφωση, Καρυδίτσα, Κρόκος, Μηλιά, Άνω-Κάτω Κώμη, Καισαρειά) της πρώην επαρχίας Τσαρτσαμπά με ντόπιο, μη αστικό πληθυσμό το Σαββατοκύριακο των Βαίων. Τέλος οι Φανοί μέσα στην πόλη της Κοζάνης την περίοδο της Αποκριάς με τον ιστορικό πυρήνα του εθίμου να «εδρεύει» και να εξελίσσεται σε 14 γειτονιές της πόλης, στις οποίες κυριαρχεί κυρίως το ντόπιο αστικό στοιχείο. Εντούτοις τα τρία έθιμα παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους:
α) Και τα τρία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής έκφρασης ορισμένων τοπικών ομάδων ή κοινοτήτων του Δήμου, οι οποίες εδώ και εκατοντάδες χρόνια, εκφράζουν μια αξιοθαύμαστη κοινωνική συνοχή βιώνοντας η κάθε μια το δικό της ξεχωριστό εθιμοτυπικότελετουργικό , η συνέχεια του οποίου στα νεώτερα χρόνια διαταράχθηκε μόνο σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Χούντα).
β) Το κάθε ένα από τατρία έθιμα ενισχύει την ιδιαίτερηπολιτιστικήταυτότητα της ομάδας ή της κοινότητας που το τελεί καιτυγχάνει της αποδοχής της ικανοποιώντας ταυτόχρονα και συγκεκριμένες ανάγκες αυτής, οι οποίες όμως με το πέρασμα του χρόνου διαφοροποιούνται.
γ)Η έννοια της τελετουργίας αφορά καθορισμένες τυπικές πράξεις που τηρούνται από την ομάδα ή την κοινότητα μέσα σ’ ένα ορισμένο χωρο-χρονικό πλαίσιο στον ετήσιο εθιμικό κύκλο.
β) Ενώ οι τελετουργίες διαφέρουν ανά θεματική (Μωμόεροι, Λαζαρίνες, Φανοί), οι ομάδες της ίδιας θεματικήςπαρουσιάζουν πολλά ενοποιητικά στοιχεία λόγω κοινών βασικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών που τους δένουν ενώ παράλληλα το κάθε εθιμικό εκφράζεται και με αρκετές διαφοροποιήσεις από ομάδα σε ομάδα της ίδιας θεματικής.
δ) Οι τελεστές και των τριών δρώμενων έχουν βιωματική σχέση μ’ αυτά από την παιδική τους ακόμα ηλικία, καθώς τα έθιμα αυτά διακρίνονται για τον διαγενεακό τους χαρακτήρα και περνούν μέσω της προφορικής παράδοσης από γενιά σε γενιά κάτω από την «επίβλεψη» των γεροντότερων, αλλά και τις καινοτομίες τις οποίες εισάγει η κάθε γενιά ανάλογα με τις ανάγκες της, που όμως δεν αμφισβητούν τον πυρήνα του εθίμου α.
Από τα τρία δρώμενα, οι Μωμόεροι γνώρισαν πρόσφατα την παγκόσμια καταξίωση με την ένταξή τους πριν 2 μήνες στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας της Unesco, κυρίως χάρη στις άοκνες προσπάθειες δυο ξεχωριστών ανθρώπων, του Αλεξανδρίδη Κ. και της Ευσταθιάδου Μ., που απέδειξαν στην πράξη ότι είναι λάτρεις της λαϊκής παράδοσης του Ποντιακού Ελληνισμού. Προς τιμήν τους εξάλλου αφιερώθηκαν και οι χθεσινές δράσεις ευαισθητοποίησης της άυλης.
Ως Δημοτική όμως Αρχή θεωρούμε ότι και οι άλλες δυο τελετουργίες αξίζουν μια ανάλογη διάκριση από την Unesco, η οποία θα συμβάλει στην ανάδειξη, την προστασία και τη μακρόχρονη βιωσιμότητα των δρώμενων.
Σε αυτή την προοπτική οργανώθηκαν άλλωστε οι εκδηλώσεις ευαισθητοποίησης για την αυλη πολιτιστική κληρονομιά αυτό το τριήμερο. Οι δράσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικά το πρώτο επίσημο βήμα έναρξης των προσπαθειών του Δήμου Κοζάνης για την ένταξη των Λαζαρίνων και των Φανών στο εθνικό κατ’ αρχήν ευρετήριο της Άυλης και αργότερα στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν πέρυσι τον Απρίλιο και οι προσπάθειες οργάνωσης επιστημονικής ημερίδας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανήςμε θέμα «Οι Λαζαρίνες του Τσιαρτσιαμπά μέσα από τη ματιά του χθες, του σήμερα και του αύριο», όπως και η έγκριση στις 16-05-2016 από το Δημοτικό Συμβούλιο Κοζάνης υποβολής πρότασης συνεργασίας του Δήμου Κοζάνης (μέσω του ΟΑΠΝ) με το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, με στόχο την καταγραφή, προβολή και προώθηση του λαϊκού πολιτισμού του Δήμου Κοζάνης (Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά)», η οποία θα αφορά στην επιστημονική επιμέλεια για τη δημιουργία φακέλων τεκμηρίωσης για την προβολή της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του Δήμου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (UNESCO) με εθιμικά λαϊκά δρώμενα όπως «οι Λαζαρίνες του Τσιαρτσιαμπά» «οι Φανοί της Κοζάνης», «η Κροκοκαλλιέργεια» κ.α
Κι όλα αυτά γιατί θεωρούμε ότι ο λαϊκός μας πολιτισμόςμπορεί να αποτελέσει παράγοντα προσέγγισης, ανταλλαγής, κατανόησης , συνύπαρξης και αρμονικής συμβίωσης μεταξύ των ανθρώπων και των διαφορετικών πολυπολιτισμικών ομάδων σε τοπικό, υπερτοπικόκαι υπερεθνικό επίπεδο στα πλαίσια διαμόρφωσης της «ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας».
Η γνώση του λαϊκού πολιτισμού συμβάλλει στην εθνική αυτοσυνειδησία και δρα ανασταλτικά στον πιθανό κίνδυνο της πολιτισμικής ισοπέδωσης των περιφερειακών και οικονομικά ασθενέστερων χωρών.
Φανή Φτάκα-Τσικριτζή
Πρόεδρος ΟΑΠΝ Δήμου Κοζάνης
Πρόεδρος ΟΑΠΝ Δήμου Κοζάνης